κορμολογία

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορμολογία Medium diacritics: κορμολογία Low diacritics: κορμολογία Capitals: ΚΟΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: kormología Transliteration B: kormologia Transliteration C: kormologia Beta Code: kormologi/a

English (LSJ)

ἡ, A collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπο-λογία, ψηφο-λογία.