κορύνησις
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
εως, ἡ, A putting forth of knobby buds, Thphr.HP3.5.1, Phan.Hist.25, Arr.Fr. 24 J.
Greek (Liddell-Scott)
κορύνησις: -εως, ἡ, (κορυνάω) βλάστησις κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.
Greek Monolingual
κορύνησις, ἡ (Α) κορυνώ
η βλάστηση κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους.