κουφόνοος
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
English (LSJ)
ον, contr. κουφό-νους, ουν, A light-minded, thoughtless, εὐηθία A.Pr.385; ἔρωτες S.Ant. 617 (lyr.); ὄρνιθες ib.342 (lyr.); τὸ κουφόνουν, = κουφόνοια, App.Hisp. 9; of persons, Corn.ND25: freq. in Adam., 1.14, al.: heterocl. pl. κουφόνοες in Polem.Phgn.5. Adv.κουφόνως App.BC4.124.
Greek (Liddell-Scott)
κουφόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, κοῦφος τὸν νοῦν, ἐλαφρόμυαλος, ἀστόχαστος, εὐηθία Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἔρωτες Σοφ. Ἀντ. 617· ὄρνιθες αὐτόθι 343· τὸ κουφόνουν = κουφόνοια, Ἀππ. Ἰβηρ. 9· ― ὑπάρχει καὶ ἑτερόκλ. πληθ. κουφόνοες ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 3, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 453. Ἐπίρρ. κουφόνως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 124.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 en parl. d’oiseaux à la nature légère, au vol léger;
2 irréfléchi, inconsidéré ; crédule;
3 mobile, inconstant.
Étymologie: κοῦφος, νόος.
Greek Monotonic
κουφόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ο κουφός στο μυαλό, ελαφρόμυαλος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κουφόνοος: стяж. κουφόνους 2
1) легкий, легкокрылый (φῦλον ὀρνίθων Soph.);
2) легкомысленный, безрассудный (εὐηθία Aesch.; ἔρωτες Soph.).