κραταίβολος
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
English (LSJ)
ον, A hurled with violence, E. Ba.1096.
German (Pape)
[Seite 1501] mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κραταίβολος: -ον, (ἴδε κρᾰταιός), ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντισθείς, Εὐρ. Βάκχ. 1096.
Greek Monolingual
κραταίβολος, -ον (Α)
αυτός που εξακοντίζεται με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό-βολος, ιχθύ-βολος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίβολος -ον [κράτος, βάλλω] met kracht geworpen.