κραύγασος

From LSJ
Revision as of 13:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραύγᾰσος Medium diacritics: κραύγασος Low diacritics: κραύγασος Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΟΣ
Transliteration A: kraúgasos Transliteration B: kraugasos Transliteration C: kraygasos Beta Code: krau/gasos

English (LSJ)

ὁ, A bawler, shouter, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κραύγᾰσος: ὁ, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Λοβ. Φρύνιχ. 338, 436.

Greek Monolingual

κραύγασος, ὁ (AM)
αυτός που βγάζει συνεχώς κραυγές, φωνακλάςὀχλώδης καὶ κραύγασος καὶ λάλος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < κραυγή ή κραυγάζω με επίθημα -σος].