κυμβίον
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
τό, Dim. of κύμβη (A) 1, A small cup, IG22.1522.32,11(2).145.48 (Delos, iv B.C.), Theopomp.Com.31, Philem.84, Alex.2.6, D.21.158, cf. Ath.11.481d; also, Dim. of κύμβη (A) ΙΙ, Hsch., Suid.: κυμβεῖον, Pherecr.66, Paus Gr.Fr.242.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., μικρὸν ποτήριον, Λατ. cymbium, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 481 κἑξ., Ἄλεξ. παρὰ τῷ αὐτῷ 230C, Δημ. 588. 18., 565. ἐν τέλ., κτλ.· ― ἐν Α. Β. 274, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 31, κυμβεῖον, καὶ κυμβαῖον παρ’ Εὐστ. 584. 19 κἑξ.
Greek Monolingual
κυμβίον, τὸ (Α)
μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμβίον -ου, τό kleine beker.
Russian (Dvoretsky)
κυμβίον: τό небольшая чаша, чашка Democr.