κώφωμα
From LSJ
Full diacritics: κώφωμα | Medium diacritics: κώφωμα | Low diacritics: κώφωμα | Capitals: ΚΩΦΩΜΑ |
Transliteration A: kṓphōma | Transliteration B: kōphōma | Transliteration C: kofoma | Beta Code: kw/fwma |
ατος, τό, A deafness, Id.Epid.5.52 (κύφ- codd.).
[Seite 1548] τό, Taubheit, Hippoer.
κώφωμα, τὸ (Α) κωφώ
κωφότητα, κουφαμάρα («κώφωμα ἐκ φρενίτιδος», Ιπποκρ.).
κώφωμα -ατος, τό [κωφόω] doofheid.