μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Full diacritics: λαμπροειδής | Medium diacritics: λαμπροειδής | Low diacritics: λαμπροειδής | Capitals: ΛΑΜΠΡΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: lamproeidḗs | Transliteration B: lamproeidēs | Transliteration C: lamproeidis | Beta Code: lamproeidh/s |
ές,
A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.
[Seite 12] ές, glänzend, Sp.
λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.