λεπτοσύνθετος

From LSJ
Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνθετος Medium diacritics: λεπτοσύνθετος Low diacritics: λεπτοσύνθετος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: leptosýnthetos Transliteration B: leptosynthetos Transliteration C: leptosynthetos Beta Code: leptosu/nqetos

English (LSJ)

ον, A of fine texture, καλύμματα Antiph.52.10.

German (Pape)

[Seite 31] fein zusammengesetzt, καλύμματα Antiphan. bei Ath. X, 449 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνθετος: -ον, ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτὴν κατασκευήν, καλύμματα Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 10.

Greek Monolingual

λεπτοσύνθετος, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή συντεθειμένος με λεπτότητα, λεπτοκατασκευασμένος.