λυγόδεσμος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
η, ον, A bound with willow-twigs, epith. of Artemis, Paus.3.16.11.
Greek (Liddell-Scott)
λῠγόδεσμος: -η, -ον, περιτετυλιγμένος διὰ λύγων, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, λυγοδέσμαν... ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη Παυσ. 3. 16, 11.
Greek Monolingual
λυγόδεσμος, -η, -ον, δωρ. θηλ. -α (Α)
1. δεμένος, περιτυλιγμένος με κλαδιά λυγαριάς
2. (το θηλ. στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) ἡ Λυγοδέσμα
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη («καλοῡσι δὲ οὐκ Ὀρθίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ Λυγοδέσμαν τὴν αὐτὴν ὅτι ἐν θάμνῳ λύγων εὑρέθη
περιειληθεῑσα δὲ ἡ λύγος ἐποίησε τὸ ἄγαλμα ὀρθόν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + δεσμός (< δέω)].