μάχλης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A = μάχλος, Hsch.:—fem. μαχλίς, Id.
German (Pape)
[Seite 103] ὁ, = μάχλος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μάχλης: -ου, ὁ, = μάχλος, Ἡσύχ.· θηλ. μαχλίς, αὐτόθι.
Greek Monolingual
μάχλης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο μάχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μάχλος «λάγνος, ακόλαστος», κατά τα αρσ. σε -ής].