μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Full diacritics: ξηρόβηξ | Medium diacritics: ξηρόβηξ | Low diacritics: ξηρόβηξ | Capitals: ΞΗΡΟΒΗΞ |
Transliteration A: xēróbēx | Transliteration B: xērobēx | Transliteration C: ksiroviks | Beta Code: chro/bhc |
βηχος, ὁ, A dry cough, Cass.Fel.34(pl.).
ξηρόβηξ, ὁ (Α)
βήχας χωρίς φλέγματα, χωρίς αποχρέμψεις, ξερόβηχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βήξ «βήχας»].