ματία

Revision as of 14:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (μάτη) A vain attempt, bootless enterprise, ἡμετέρῃ ματίῃ Od.10.79. 2 folly, error, A.R.1.805, 4.367.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μάτη) ματαία ἐπιχείρησις, ἀνωφελής, ἄκαρπος ἐπιχείρησις, ἡμετέρῃ ματίῃ Ὀδ. Κ. 79· ― ἀφροσύνη, πλάνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 805., Δ. 367.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 entreprise vaine;
2 erreur, folie.
Étymologie: μάτη.

Greek Monolingual

ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α)
1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια
2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

μᾰτία: Ιων. -ίη, ἡ (μάτη), μάταια, άσκοπη προσπάθεια, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰτία: ион. μᾰτίη ἡ заблуждение, безрассудство Hom.

Middle Liddell

μᾰτία, ἡ, μάτη
a vain attempt, Od.