μελάμπετρος

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπετρος Medium diacritics: μελάμπετρος Low diacritics: μελάμπετρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: melámpetros Transliteration B: melampetros Transliteration C: melampetros Beta Code: mela/mpetros

English (LSJ)

ον, A with black rocks, Philet. 24.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzfelsig, Conj. bei Philet. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπετρος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.

Greek Monolingual

μελάμπετρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέτρα.