μετάκερας
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ, ἡ, τό, A intermixed, esp. of water, lukewarm, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ' ἑτέα τὸ μ. Alex.137, cf. Philyll.32, Amphis 7.
German (Pape)
[Seite 147] gemischt, Hippocr.; bes. aus heiß u. kalt, dah. lau, χλιαρὸν ὕδωρ, Ath. III, 123 e, mit zwei Beispielen aus Komikern belegt.
Greek (Liddell-Scott)
μετάκερᾰς: ὁ, ἡ, τό, μικτός, μεμιγμένος, ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, χλιαρόν, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ’ ἑτέρα τὸ μ. Ἄλεξις ἐν «Λοκροῖς» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Βαλανείῳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 123Ε, Λοβ. Παράλλ. 223.
Greek Monolingual
μετάκερας, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
1. αναμεμιγμένος
2. (για νερό) χλιαρός, ούτε θερμός ούτε ψυχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κερας (< θ κερα- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. αυτό-κερας].