μηδαμόσε

Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A nowhither, μ. ἄλλοσε Pl.R. 499a.

German (Pape)

[Seite 169] nirgends wohin, correl. zu πόσε, ποῖ, μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα, Plat. Rep. VI, 499 a.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδὲν μέρος, μ. ἄλλοσε Πλάτ. Πολ. 499Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: μηδαμός, -σε.

Greek Monolingual

μηδαμόσε (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενάμηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. αυτό-σε, ουδαμό-σε)].

Greek Monotonic

μηδᾰμόσε: επίρρ., προς το πουθενά, προς κανένα τόπο, μηδαμόσε ἄλλοσε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μηδᾰμόσε: adv. никуда: μ. ἄλλοσε Plut. никуда больше.

Middle Liddell

nowhither, μ. ἄλλοσε Plat.

English (Woodhouse)

to no place