μετριοφιλής

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοφῐλής Medium diacritics: μετριοφιλής Low diacritics: μετριοφιλής Capitals: ΜΕΤΡΙΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: metriophilḗs Transliteration B: metriophilēs Transliteration C: metriofilis Beta Code: metriofilh/s

English (LSJ)

ές, A loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.

Greek Monolingual

μετριοφιλής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές
η αγάπη του μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φιλής (< φίλος), πρβλ. θεο-φιλής].