μισθόδουλος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ὁ, A hired slave, Anon.in An.Ox.2.362.
Greek (Liddell-Scott)
μισθόδουλος: ὁ, ὁ μεμισθωμένος δοῦλος, Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 2. 362.
Greek Monolingual
μισθόδουλος, ὁ (Α)
μισθωμένος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δουλος (< δοῦλος), πρβλ. μισό-δουλος].