μικρόκομψος

From LSJ
Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόκομψος Medium diacritics: μικρόκομψος Low diacritics: μικρόκομψος Capitals: ΜΙΚΡΟΚΟΜΨΟΣ
Transliteration A: mikrókompsos Transliteration B: mikrokompsos Transliteration C: mikrokompsos Beta Code: mikro/komyos

English (LSJ)

ον, A finicking, affected, D.H.Comp. 4.

German (Pape)

[Seite 184] kleinlich geputzt, D. Hal. C. V. c. 4.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόκομψος: -ον, ἔχων κομψότητα ἐν μικροῖς, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 4.

Greek Monolingual

μικρόκομψος, -ον (Α)
(για το ύφος) ο κομψός σε μικρά, λεπτός, λεπτολόγος, λεπτομερειακός («μικρόκομψον σχῆμα συνθέσεως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κομψός (πρβλ. πολύ-κομψος)].