μικρόκομψος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ον, A finicking, affected, D.H.Comp. 4.
German (Pape)
[Seite 184] kleinlich geputzt, D. Hal. C. V. c. 4.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόκομψος: -ον, ἔχων κομψότητα ἐν μικροῖς, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 4.
Greek Monolingual
μικρόκομψος, -ον (Α)
(για το ύφος) ο κομψός σε μικρά, λεπτός, λεπτολόγος, λεπτομερειακός («μικρόκομψον σχῆμα συνθέσεως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κομψός (πρβλ. πολύ-κομψος)].