μοναδόν
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
Ion. μουνᾰδόν, Adv., A = μονάδην, Opp.H.1.444.
German (Pape)
[Seite 201] ion. μουναδόν, = μονάδην, Nic. Th. 148.
Greek (Liddell-Scott)
μονᾰδόν: Ἰων. μουναδόν, Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., Ὀππ. Ἁλ. 1. 144.
Greek Monolingual
μοναδόν και ιων. τ. μουναδόν (Α)
επίρρ. μονάδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μετωπ-αδόν)].