μοναδόν

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονᾰδόν Medium diacritics: μοναδόν Low diacritics: μοναδόν Capitals: ΜΟΝΑΔΟΝ
Transliteration A: monadón Transliteration B: monadon Transliteration C: monadon Beta Code: monado/n

English (LSJ)

Ion. μουναδόν, Adv., = μονάδην, Opp.H.1.444.

German (Pape)

[Seite 201] ion. μουναδόν, = μονάδην, Nic. Th. 148.

Greek (Liddell-Scott)

μονᾰδόν: Ἰων. μουναδόν, Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., Ὀππ. Ἁλ. 1. 144.

Greek Monolingual

μοναδόν και ιων. τ. μουναδόν (Α)
επίρρ. μονάδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μετωπαδόν)].