μονομαχοτρόφος
From LSJ
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
ὁ, A trainer of gladiators, Lat.lanista, Gloss.
German (Pape)
[Seite 204] Zweikämpfer, Gladiatoren ernährend, haltend, lanista.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων καὶ γυμνάζων μονομάχους, Λατ. lanista, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μονομαχοτρόφος, -ον)
(στην αρχαία Ρώμη) αυτός που συντηρούσε και γύμναζε μονομάχους για τα δημόσια θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος + -τρόφος (< τρέφω)].