μονασμός

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονασμός Medium diacritics: μονασμός Low diacritics: μονασμός Capitals: ΜΟΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: monasmós Transliteration B: monasmos Transliteration C: monasmos Beta Code: monasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A solitary life, solitude, Eust.636.36.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, einsames, bes. Mönchs-Leben, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μονασμός: ὁ, (μονάζω) βίος μοναχικός, ἐρημία, «μοναξία», Εὐστ. 636. 36.

Greek Monolingual

μονασμός, ὁ (ΑΜ) μονάζω
μοναχικός βίος, απομόνωση, μοναξιά.