μυστηριάζω

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηριάζω Medium diacritics: μυστηριάζω Low diacritics: μυστηριάζω Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: mystēriázō Transliteration B: mystēriazō Transliteration C: mystiriazo Beta Code: musthria/zw

English (LSJ)

A initio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 223] in die Mysterien einweihen, Sp., Wolf Anecd. Graec. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

μυστηριάζω: εἰσάγω τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.

Greek Monolingual

μυστηριάζω (ΑΜ) μυστήριον
μυώ, εισάγω κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες.