ναιδαμῶς

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναιδᾰμῶς Medium diacritics: ναιδαμῶς Low diacritics: ναιδαμώς Capitals: ΝΑΙΔΑΜΩΣ
Transliteration A: naidamō̂s Transliteration B: naidamōs Transliteration C: naidamos Beta Code: naidamw=s

English (LSJ)

Com. form of ναί, A yes certainly, opp. οὐδαμῶς or μηδαμῶς, Com.Adesp.1086.

German (Pape)

[Seite 227] nach οὐδαμῶς gebildet, als Ggstz dazu, verstärktes ναί, allerdings.

Greek (Liddell-Scott)

ναιδᾰμῶς: τύπος ἰσχυρότερος τοῦ ναί, μάλιστα, βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ οὐδαμῶςμηδαμῶς, Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.

Greek Monolingual

ναιδαμῶς (Α)
επίρρ. (κωμ. τ. του ναι) μάλιστα, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι-δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη-δαμῶς, οὐ-δαμῶς].