νεφελοστάσια

From LSJ
Revision as of 16:01, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελοστάσια Medium diacritics: νεφελοστάσια Low diacritics: νεφελοστάσια Capitals: ΝΕΦΕΛΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: nephelostásia Transliteration B: nephelostasia Transliteration C: nefelostasia Beta Code: nefelosta/sia

English (LSJ)

[στᾰ], τά, (A νεφέλη III, ἵστημι) place where nets are set to catch birds, Id.1928.37.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοστάσια: τά, (νεφέλη ΙΙΙ, ἵστημι) τόπος, ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27.

Greek Monolingual

νεφελοστάσια, τὰ (Μ)
τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλο-στάσιον].