ξεῖνος
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ξεινοσύνη, ξεινόω, A v. ξένος.
Greek (Liddell-Scott)
ξεῖνος: ξεινοσύνη, ξεινόω, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ξένος.
English (Autenrieth)
strange, foreign, Il. 24.302, Od. 7.32 ; ξεῖνε πάτερ, ‘sir stranger’; stranger, guest, guest-friend; the relation of guest-friend existed from the time when ζεινήια were exchanged as tokens and pledges; hence πατρώιος ξεῖνος, ‘hereditary friend,’ Il. 6.215.
English (Slater)
ξεῑνος v. ξένος.
Greek Monolingual
ξεῑνος, ό και ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξένος.
Greek Monotonic
ξεῖνος: ξεινοσύνη, ξεινόω, Ιων. αντί ξεν-.