οἰκομαχία

From LSJ
Revision as of 16:21, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκομᾰχία Medium diacritics: οἰκομαχία Low diacritics: οικομαχία Capitals: ΟΙΚΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: oikomachía Transliteration B: oikomachia Transliteration C: oikomachia Beta Code: oi)komaxi/a

English (LSJ)

ἡ, A domestic conflict, Heph. Astr.2.34.

Greek Monolingual

οἰκομαχία, ἡ (Α)
οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ναυ-μαχία].