ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Full diacritics: οἰκομᾰχία | Medium diacritics: οἰκομαχία | Low diacritics: οικομαχία | Capitals: ΟΙΚΟΜΑΧΙΑ |
Transliteration A: oikomachía | Transliteration B: oikomachia | Transliteration C: oikomachia | Beta Code: oi)komaxi/a |
ἡ, domestic conflict, Heph. Astr.2.34.
οἰκομαχία, ἡ (Α)
οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππομαχία, ναυμαχία].