πάνριζος

From LSJ
Revision as of 18:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνριζος Medium diacritics: πάνριζος Low diacritics: πάνριζος Capitals: ΠΑΝΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pánrizos Transliteration B: panrizos Transliteration C: panrizos Beta Code: pa/nrizos

English (LSJ)

ον, A with all its roots, γένος IG7.2545.28.

Greek (Liddell-Scott)

πάνριζος: -ον, = πρόρριζος, ὄλοιτο πάνριζον γένος Καίβ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
σύρριζα, ο με όλες του τις ρίζες («ὄλοιτο πάνριζον γένος» — να χαθεί όλη η γενιά, απ' τη ρίζα, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ριζος (< ῥίζα), πρβλ. αργυρό-ριζος].