παράπικρος
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ον, A somewhat bitter, Sch.Ar.V.873.
German (Pape)
[Seite 493] etwas bitter, Schol. Ar. Vesp. 873.
Greek (Liddell-Scott)
παράπικρος: -ον, πικρίζων, ὀλίγον τι πικρός, ὑπόπικρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 873.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πικρίζει λίγο, ο λίγο πικρός.