παντοτινάκτης
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ου, ὁ, A All-Shaker, epith. of Zeus, Orph.H.15.8.
German (Pape)
[Seite 465] ὁ, der Allerschütterer, Zeus, Orph. H. 14, 8.
Greek (Liddell-Scott)
παντοτῐνάκτης: -ου, ὁ, ὁ τὰ πάντα σείων, Ὀρφ. Ὕμν. 14. 8.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που σείει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + τινάσσω (πρβλ. θυρσο-τινάκτης)].