παχύρριζος

From LSJ
Revision as of 19:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύρριζος Medium diacritics: παχύρριζος Low diacritics: παχύρριζος Capitals: ΠΑΧΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: pachýrrizos Transliteration B: pachyrrizos Transliteration C: pachyrrizos Beta Code: paxu/rrizos

English (LSJ)

ον, A with thick roots, Thphr.HP3.11.4, Dsc.1.14.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύρριζος: -ον, ὁ παχείας ἔχων τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος
βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Αμερικής, έχουν ρίζα σαρκώδη και θυμίζουν κατά την φυσιογνωμία τους το φασόλι, τα σπέρματά τους όμως είναι δηλητηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος. Η λ. με την νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pachyrhizus].