περίπλικτος

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλικτος Medium diacritics: περίπλικτος Low diacritics: περίπλικτος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: perípliktos Transliteration B: peripliktos Transliteration C: peripliktos Beta Code: peri/pliktos

English (LSJ)

ον, A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
var. de περίπλεκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.

Greek Monotonic

περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίπλικτος: Theocr. v. l. = περίπλεκτος.

Middle Liddell

περίπλικτος, ον,
crossed, Luc. [from περιπλίσσομαι