πεντέλοιπος

From LSJ
Revision as of 19:53, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέλοιπος Medium diacritics: πεντέλοιπος Low diacritics: πεντέλοιπος Capitals: ΠΕΝΤΕΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: pentéloipos Transliteration B: penteloipos Transliteration C: penteloipos Beta Code: pente/loipos

English (LSJ)

ον, A remaining out of five, last of five, Cic. Att. 14.21.4, 15.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέλοιπος: -ον, ὁ ἐκ τῶν πέντε λειπόμενος, ἔσχατος τῶν πέντε, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 21., 15. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τελευταίος ενός συνόλου πέντε προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + λοιπός (< λείπω), πρβλ. κατά-λοιπος].