περικειμένως

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικειμένως Medium diacritics: περικειμένως Low diacritics: περικειμένως Capitals: ΠΕΡΙΚΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: perikeiménōs Transliteration B: perikeimenōs Transliteration C: perikeimenos Beta Code: perikeime/nws

English (LSJ)

Adv. A completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.

Greek (Liddell-Scott)

περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. του ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].