περικειμένως
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
Adv. A completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.
Greek (Liddell-Scott)
περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. του ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].