περισσόλοφος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with an over-big crest, Opp.C.3.369.
German (Pape)
[Seite 592] mit einem übermäßig großen Federbusche, πήληξ, Opp. Cyn. 3, 369.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόλοφος: -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσό-λοφος)].