πιμελώδης
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ες, A like fat, fatty, Arist.PA652a7, al.; τὸ π. Hp.Art. 41.
German (Pape)
[Seite 616] ες, fettartig, fettig; Arist. part. anim. 2, 6; Poll. 2, 233; Plut. Alex. 57.
Greek (Liddell-Scott)
πῑμελώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πιμελήν, παχύς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 6, 2, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ες, Α πιμελή
ο γεμάτος πιμελή, λιπώδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιμελώδης -ες [πιμελή] vetachtig; subst. τὸ πιμελῶδες vetheid. Hp. Art. 41.
Russian (Dvoretsky)
πῑμελώδης:
1) жирный, маслянистый (τὸ ὑγρόν Plut.);
2) тучный: ἥκιστα οἱ νέοι πιμελώδεις Plut. молодые люди меньше всего склонны к тучности.