πνιγίζω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A = πνίγω, AP12.222 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 641] = πνίγω, Strat. 64, 8 (XII, 222).
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγίζω: πνίγω, Ἀνθ. Π. 12. 222.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) πνίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῑγ- του πνίγω + κατάλ. -ίζω].
Greek Monotonic
πνῑγίζω: = πνίγω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πνῑγίζω: Anth. = πνίγω.
Middle Liddell
πνῑγίζω, = πνίγω, Anth.]