πολυκατασκεύαστος

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκατασκεύαστος Medium diacritics: πολυκατασκεύαστος Low diacritics: πολυκατασκεύαστος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polykataskeúastos Transliteration B: polykataskeuastos Transliteration C: polykataskeyastos Beta Code: polukataskeu/astos

English (LSJ)

ον, A elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.

German (Pape)

[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεο-κατασκεύαστος].