προσένεγξις

From LSJ
Revision as of 21:49, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσένεγξις Medium diacritics: προσένεγξις Low diacritics: προσένεγξις Capitals: ΠΡΟΣΕΝΕΓΞΙΣ
Transliteration A: prosénenxis Transliteration B: prosenenxis Transliteration C: prosenegksis Beta Code: prose/negcis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = πρόσοδος, income, Thom.Mag.p.306 R.

Greek (Liddell-Scott)

προσένεγξις: -εως, ἡ, = πρόσοδος, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199.

Greek Monolingual

-έγξεως, ἡ, Μ
πρόσοδος, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ-κ- του αορ. προσενεγκεῖν του προσφέρω.