προσανακλίνω

From LSJ
Revision as of 21:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανακλίνω Medium diacritics: προσανακλίνω Low diacritics: προσανακλίνω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: prosanaklínō Transliteration B: prosanaklinō Transliteration C: prosanaklino Beta Code: prosanakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A lean against, δένδρεσιν ἑαυτούς, of elephants, Agatharch.55:—Pass., lean on, τινι D.S.17.41, Paus.10.30.6; of a city, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Str.14.1.43.

Greek Monolingual

Α 1. (το ενεργ
και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι
2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι
3. παθ. προσανακλίνομαι
μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω, -ομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι»].