προστίζιος
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
α, ον, A = προσθίδιος, former, earlier, Schwyzer 410 (Elis).
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
βλ. προσθίδιος.