πρωτοψάλτης
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ου, ὁ, A chief harpist, MAMA3.649 (Corycus).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
εκκλ. αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία στον χορό τών ψαλτών, ο πρώτος ανάμεσα στους ψάλτες της εκκλησίας
αρχ.
ο πρώτος παίκτης κρουστού οργάνου.