πυγμικός

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμικός Medium diacritics: πυγμικός Low diacritics: πυγμικός Capitals: ΠΥΓΜΙΚΟΣ
Transliteration A: pygmikós Transliteration B: pygmikos Transliteration C: pygmikos Beta Code: pugmiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for boxing, An.Ox.3.223.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πυγμαχίαν, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 223.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυγμή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία.
επίρρ...
πυγμικῶς Μ
παλεύοντας ως πυγμάχοι.