σεληνίς

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνίς Medium diacritics: σεληνίς Low diacritics: σεληνίς Capitals: ΣΕΛΗΝΙΣ
Transliteration A: selēnís Transliteration B: selēnis Transliteration C: selinis Beta Code: selhni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A ivory crecent on the boots of Roman senators, Plu.2.282a. 2 an amulet worn by children, Hsch. 3 = σελήνη 1.2, Phot.

German (Pape)

[Seite 870] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν νόμισμα, Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) φυλακτήριον ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) σελήνη Ι. 2, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite lune, ornement d’ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (lat. lunula).
Étymologie: σελήνη.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους
2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου
3. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].

Russian (Dvoretsky)

σεληνίς: ίδος (ῐδ) ἡ (лат. lunula) луночка (отличительный знак серповидной формы на обуви римск. сенаторов) Plut.