σεληνίς
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A ivory crecent on the boots of Roman senators, Plu.2.282a.
2 an amulet worn by children, Hsch.
3 = σελήνη 1.2, Phot.
German (Pape)
[Seite 870] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite lune, ornement d'ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (lat. lunula).
Étymologie: σελήνη.
Russian (Dvoretsky)
σεληνίς: ίδος (ῐδ) ἡ (лат. lunula) луночка (отличительный знак серповидной формы на обуви римск. сенаторов) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν νόμισμα, Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) φυλακτήριον ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) σελήνη Ι. 2, Φώτ.
Greek Monolingual
-ίδος, ή, Α
1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους
2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου
3. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμίς)].