σκληρευνία

Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A the use of a hard bed, v.l. for σκληροκοιτίη, Hp.Vict.3.68.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = σκληροκοιτία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρευνία: Ἰων. –ίη, «ἡ χρῆσις σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.

Greek Monolingual

και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α
η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ευνία (< -εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ-ευνία].