σπευστέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must hasten, Ar.Lys.320, Plb.4.30.5.
Greek (Liddell-Scott)
σπευστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ σπεύσῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 320, Πολύβ. 4. 30, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπευστέον, adj. verb. van σπεύδω, er moet haast gemaakt worden.