στίγων
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ωνος, ὁ,= A στιγματίας 1.1, Ar.Fr.97.
German (Pape)
[Seite 943] ονος, ὁ, = στιγματίας; Hesych.; Poll. 3, 79.
Greek (Liddell-Scott)
στίγων: -ωνος, ὁ, = στιγματίας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 46, Ἡσύχ.· πρβλ. πέδων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
στιγματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ- του στίζω (πρβλ. στίγ-μα) + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. στίλβ-ων)].